- κρείσσων
- κρείσσων και κρείττων, -ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, -ον, δωρ. τ. κάρρων, -ον, κρητ. τ κάρτων, -ον)1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον», Πίνδ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή κρείσσωτα υψηλότερα πράγματα, οι υψηλότερες ιδέες («ἀλλά καὶ διὰ γυναικός πηγάζει τὰ κρείττονα»)αρχ.1. δυνατότερος ως προς τη μυϊκή δύναμη («ἀλλ' ἔστι φήμη κρείσσονας λύκους κυνῶν εἶναι», Αισχύλ.)2. (κυρίως σε μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη ισχύ, ισχυρότερος («κρείσσων γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι», Ομ. Ιλ.)3. αυτός που νικά, που υπερισχύει4. εκείνος που υπερέχει, υπέρτερος (α. «κρεῑσσον θέαμα δεργμάτων ἐφαίνετο», Ευρ.β. «κρεῑσσον λόγου τὸ κάλλος», Ξεν.)5. αυτός που τού αξίζει μεγαλύτερη τιμωρία («οἷν ἐμοὶ δυοῑν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα», Σοφ.)6. (σχετικά με πράγματα και αφηρημένες έννοιες, όπως επιθυμίες, πάθη κ.λπ.) εγκρατής («κρείσσων ἡδονῶν», Δημόκρ.)7. (με απρμφ.) καταλληλότερος να κάνει κάτι («τόξον μὲν Ἀχαιῶν οὔ τις ἐμοῑο κρείσσων, ᾧ κ' ἐθέλω, δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι», Ομ. Οδ.)8. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κρείσσονεςα) σώμα φρουράς τών Θηβώνβ) οι ανώτερες δυνάμεις, οι θεϊκές δυνάμεις9. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρεῑσσονη θεία πρόνοια10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλεονεκτήματα11. φρ. α) «οί κρείσσονες θεοί» — οι θεοί τού Ολύμπουβ) «κρεῑσσόν ἐστι» — είναι προτιμότερογ) «κρείσσων λόγος» — ο ηθικώς ανώτερος λόγοςδ) «κατὰ τὸ κρεῑττον» — σύμφωνα με την ηθική.επίρρ...κρεισσόνως και κρειττόνως (AM) με καλύτερο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττ. τ. κρέσσων αντί τού αρχικού ιωνικού τ. κρέσσων προήλθε πιθ. αναλογικά προς το ἀμείνων. Ο ιων. τ. κρέσσων (με -σσ- απὸ -τy- εμφανίζει απαθή βαθμίδα κρε-τ- (*κρε-τ-yων > κρέσσων, βλ. λ. κράτος), ενώ ο δωρ. τ. κάρρων συνεσταλμένη καρ-τ (*κάρσων < *καρ-τ-yων). Ο κρητ. τ. κάρτων είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το καρτ-ερός. Η αρχική σημ. τών συγκριτικών αυτών είναι «δυνατότερος», λειτούργησαν όμως «συμπληρωματικώς» (completivismus) ως συγκριτικός βαθμός τού αγαθός με υπερθετικό το κράτιστος, πού εμφανίζει επίσης τη συνεσταλμένη βαθμίδα κρα-τ-.ΠΑΡ. αρχ. κρειττούμαιαρχ.-μσν.κρεισσονεύω, κρεισσώ.ΣΥΝΘ. αρχ. κρεισσότεκνος].
Dictionary of Greek. 2013.